- υπόδρομος
- (I)ὁ, Α(σχετικά με πλοία) όρμος, αραξοβόλι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + δρόμος].————————(II)-ον, Α1. αυτός που τρέχει κάτω από κάτι («κείνῃσιν δ' ὄχθησιν ὑπόδρομος ἤλυθεν Ἀργώ», Ορφ.)2. ονομασία δηλητηριώδους αράχνης, ψύλλα*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + δρόμος (πρβλ. πρό-δρομος, σύν-δρομος)].
Dictionary of Greek. 2013.