υπόδρομος

υπόδρομος
(I)
ὁ, Α
(σχετικά με πλοία) όρμος, αραξοβόλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + δρόμος].
————————
(II)
-ον, Α
1. αυτός που τρέχει κάτω από κάτι («κείνῃσιν δ' ὄχθησιν ὑπόδρομος ἤλυθεν Ἀργώ», Ορφ.)
2. ονομασία δηλητηριώδους αράχνης, ψύλλα*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + δρόμος (πρβλ. πρό-δρομος, σύν-δρομος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὑπόδρομος — running under masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόδρομον — ὑπόδρομος running under masc/fem acc sg ὑπόδρομος running under neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδρόμοις — ὑπόδρομος running under masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδρόμου — ὑπόδρομος running under masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδρόμους — ὑπόδρομος running under masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδρόμων — ὑπόδρομος running under masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδρόμῳ — ὑπόδρομος running under masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόδρομοι — ὑπόδρομος running under masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποδρομή — ἡ, Α 1. τρέξιμο κάτω από κάτι ή τρέξιμο στην πορεία ενός άλλου πράγματος («αἱ σελήνης ὑπὸ τὸν ἥλιον ὑποδρομαί», Κλεομήδ.) 2. υπόγεια οδός 3. κατάσκιος δρόμος, κατάλληλος για να τρέξει κανείς 4. μτφ. δουλοπρέπεια 5. ὑπόδρομος* (Ι) 6. φρ. «ὑποδρομὴ …   Dictionary of Greek

  • υποδρομώ — έω, Α [ὑπόδρομος (II)] τρέχω κάτω από κάτι ή τρέχω σκύβοντας, ὑποτρέχω* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”